- δυϊκός
- -ή, -ό (AM δυϊκός, -ή, -όν)«δυϊκός αριθμός» — ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματααρχ.αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυικός — dual masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυϊκός — (αριθμός), ο γραμματικός τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που τον χρησιμοποιούσαν στα ονόματα και τα ρήματα, για να δηλώσουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δυικά — δυικός dual neut nom/voc/acc pl δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc/acc dual δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικῶν — δυικός dual fem gen pl δυικός dual masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικόν — δυικός dual masc acc sg δυικός dual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικαῖς — δυικός dual fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικαί — δυικός dual fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικοῖς — δυικός dual masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικοῦ — δυικός dual masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)